- διαγράφομαι
- διαγράφομαι, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος βλ. πίν. 122
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαγράφομαι — διαγράφω mark out by lines pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… … Dictionary of Greek